κίνυγμα

κίνυγμα
κίνυγμα, τὸ (Α) [κινύσσομαι]
καθετί που είναι μετέωρο, που αιωρείται πέρα δώθε («νῡν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῑς ἐπίχαρτα πέπονθα», Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κίνυγμα — κί̱νυγμα , κίνυγμα anything moved about neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνυγμ' — κί̱νυγμα , κίνυγμα anything moved about neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”